- ποικιλόδειρος
- ποικῐλό-δειρος, ον,A with variegated neck,
πανέλοπες Alc.84
; ἔχις Epigr. ap. Poll.5.48 ([place name] Anyte).II = ποικιλόγηρυς, ἀηδών Hes.Op.203.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πανέλοπες Alc.84
; ἔχις Epigr. ap. Poll.5.48 ([place name] Anyte).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποικιλόδειρος — with variegated neck masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλόδειρος — ον, Α 1. αυτός που έχει ποικιλόχρωμο λαιμό 2. αυτός που παράγει πολλούς μουσικούς τόνους ή φθόγγους, ποικιλόγηρυς* («ἴρηξ προσέειπεν ἀηδόνα ποικιλόδειρον», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + δειρος (< δειρή «λαιμός, τράχηλος»), πρβλ. πολύ… … Dictionary of Greek
ποικιλόδειρον — ποικιλόδειρος with variegated neck masc/fem acc sg ποικιλόδειρος with variegated neck neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλόδειροι — ποικιλόδειρος with variegated neck masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek